Η κατανάλωση μανιταριών είναι προσωπική ευθύνη του καθενός. Καμιά πληροφορία αυτού του ιστολογίου δεν πρέπει να θεωρείται ως παρότρυνση για κατανάλωση οποιουδήποτε μανιταριού

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Το μανιτάρι της άμμου...

 Τις μέρες που είχαμε την έκθεση στο αρχοντικό Γεωργιάδη πήραμε από τη φίλη Βαγγελιώ Χ. ένα γράμμα... Η Βαγγελιώ μας μετέφερε την εξομολόγηση ενός γνωστού της:

"Στους μανιταρόφιλους που βρίσκονται στο Αρχοντικό Γεωργιάδη
Αύγουστος – Σεπτέμβρης 2010 ..."


Καλοκαίρι… μεσημέρι… ζέστη αποπνικτική… φύλλο δε κουνιόταν. Φέτος βράσανε στο νησί. Σκέφτηκε το βράδυ να πάει κατά το αρχοντικό. Πότε με το ένα πότε με το άλλο δεν είχε πάει καθόλου φέτος. Σίγουρα εκεί θα είχε λίγη δροσιά, θυμόταν με νοσταλγία τα βράδια που δεν μπορούσαν να σταθούν απ’ τον αέρα.
Ερείπιο αυτό το αρχοντικό. Στη μεγάλη αυλή καθίσματα και στο βάθος η εξέδρα. Κάποιοι τακτοποιούν μουσικά όργανα κι ο κόσμος μαζεύεται σιγά- σιγά -όλοι αποζητούν λίγη δροσιά σκέφτηκε… Στην πίσω αυλή στημένο το θερινό σινεμά. Το αρχοντικό φωτισμένο. Έριξε μια ματιά στο σιδερένιο δέντρο που είχε στήσει πρόπερσι ο Κατσαρός κι ανέβηκε τις μεγάλες μαρμάρινες σκάλες. Στην είσοδο μια αφίσα «το ταξίδι» γεμάτη πρόσωπα, καράβια, δράκους, πύργους….
Μπήκε μέσα: «Ομαδική έκθεση  με θέμα το ταξίδι» γλυπτά ζωγραφιές, ξυλόγλυπτα κι ένας αδέσποτος σκύλος …. όχι αληθινός, μέρος της έκθεσης κι αυτός. Ανέβηκε πάνω.. άλλες εκθέσεις εκεί… και τότε το είδε…στο δωμάτιο με «τα ναυάγια» του Καλατζάκη. Μόλις μπήκε έπεσε πάνω στην πλώρη ενός καραβιού που καιρό τώρα είχε τσακιστεί σε μια έρημη ακρογιαλιά. Τόσο σκουριασμένο…. έτοιμο να διαλυθεί. Άμμος και βράχια γύρω του. Είχε αποκτήσει το ίδιο σχεδόν χρώμα με τα βράχια. Εντυπωσιακό σκέφτηκε… καλός, πολύ καλός ο ζωγράφος. Άρχισε να παρατηρεί πιο προσεχτικά. Τους γύρω βράχους, την αμμουδιά -δεν υπήρχε ίχνος θάλασσας- και τότε… το είδε. Δεν πίστευε στα μάτια του. Δεν μπορεί… δεν είναι δυνατόν, αυτό μόνο στη φαντασία της γιαγιάς του βρισκόταν. Δε μπορεί ένα μανιτάρι να βρίσκεται σε μια έρημη παραλία, δίπλα σ’ ένα ναυάγιο. Μπα… κάποιος μικρός βράχος θα ήτανε- χρήσιμος για να γεμίσει ο πίνακας. Το κοίταζε αποσβολωμένος κι όλο του ερχότανε στο νου η ιστορία που του  ‘λεγε η γιαγιά του « το μανιτάρι που βγαίνει στην άμμο, είναι σπάνιο κι επικίνδυνο, γι αυτό χαθήκανε ζωές και ζωές αγόρι μου, περιουσίες, οικογένειες…. Έτσι χάθηκε κι η Λαμπρινή» Ανοησίες σκέφτηκε και πήγε να δει και τ’ άλλα δωμάτια. Η εικόνα όμως αυτή τον κυνηγούσε…
Όλο το βράδυ ο νους του γύριζε στον πίνακα. Όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί ήταν μανιτάρι αυτό που είδε. Ήταν αυτό για το οποίο του μιλούσε τόσα χρόνια- κρυφά από τους άλλους η γιαγιά του. Τη θυμήθηκε κι αυτή απόψε, θυμήθηκε τότε που παιδάκι ακόμα τον έπαιρνε μαζί της στο βουνό να μαζέψουνε χόρτα. Περπατούσαν δίπλα- δίπλα και του ‘δειχνε πώς να ξεχωρίζει τα καλά ραδίκια – τα μεταξωτά όπως τα λεγε – από τα πικροράδικα, ποια χορτάρια μπορούσε άφοβα να μαζέψει και ποια όχι . Τότε που του μάθαινε να «βλέπει» κι όχι μόνο να κοιτάζει. Μαζεύανε και μανιτάρια μαζί. Εκεί γινόταν πιο αυστηρή. Πρόσεχε του φώναζε, πρόσεχε που πατάς παιδί μου, τι θα κόψεις, πώς θα το κόψεις. Κοίταξέ τα …. Είναι πολύ ευαίσθητα, μη τα μαδάς αγόρι μου, σκύψε, μύρισε … έχουν όλα τα αρώματα της γης που φυτρώνουν… κοίτα κι αυτά στις λεύκες… ναι ναι δεν φυτρώνουν μόνο στη γη…. Μυρωδιά ξύλου, δροσιάς χόρτου, μπαχαρικών… όχι δεν τρώγονται όλα … όχι κάποια είναι πολύ επικίνδυνα….. το χειρότερο απ’ όλα είναι αυτό της άμμου….. Ναι, ναι κι αυτό δε τρώγεται, μη το κόψεις πρέπει να μάθεις να τα ξεχωρίζεις…
Τα βράδια στο σπίτι τα καθαρίζαμε προσεχτικά και μου λεγε ιστορίες για τις νεραϊδούλες που το βράδυ τα ραντίζουν με τη δροσιά του βουνού και τους χυμούς της γης και τους χαρίζουν τα αρώματά τους, αλλά και για τις μάγισσες που έφτιαχναν παράξενα φίλτρα και αποκοίμιζαν στρατούς ολόκληρους, παλικάρια σαν τα κρύα τα νερά που τα έπιναν κι ερωτεύονταν τις  κακάσχημες κόρες τους, βασιλόπουλα που έδιναν το βασίλειό τους- όχι για ένα άλογο- αλλά για να δοκιμάσουν το πιο σπάνιο μανιτάρι. Ιστορίες… ιστορίες
Και μια μέρα τόλμησα να τη ρωτήσω γι αυτό… γι αυτό το μανιτάρι που έλεγε πως ήταν το πιο επικίνδυνο απ’ όλα. Το μανιτάρι της άμμου. Έκανε πως δεν άκουσε κι όταν τη ξαναρώτησα σώπασε για λίγο και μετά μου είπε.
"Αυτό το μανιτάρι δεν είναι επικίνδυνο σαν αυτά που σου ‘δειξα , είναι επικίνδυνο γιατί είναι σπάνιο και δυσεύρετο. Οι πιο πολλοί μάλιστα ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει. Κι οι περισσότεροι που θέλησαν να το βρουν χάθηκαν… όπως η Λαμπρινή. Το προστατεύουν τελώνια, γοργόνες και τέρατα της θάλασσας. Όποιος το πλησιάσει λένε πως πεθαίνει. Μια τεράστια θαλάσσια χελώνα κάθε πρωί, μόλις η πρώτη αχτίνα του ήλιου φωτίσει τη γη, βγαίνει αργά από τη θάλασσα να το προστατεύσει απ’ τη ζέστη και τον ήλιο κι έτσι τα φύκια που όλο το βράδυ το προστάτευαν αποσύρονται. Μόνο που δεν προλαβαίνουν , στο δρόμο για τη θάλασσα πεθαίνουν. Έχουν δώσει βλέπεις όλη την υγρασία τους σ’ αυτό. Γιγάντια καλαμάρια και σουπιές περιπολούν την παραλία γύρω γύρω, μέρα νύχτα, έτοιμα να χύσουν το μελάνι τους και να μαυρίσουν το νερό όταν δουν κίνδυνο. Πιο βαθιά, θαλάσσια τέρατα, άγνωστα σε μας, προκαλούν τέτοια τρικυμία, σηκώνουν κύματα βουνά, κι όποιο καράβι πλησιάσει είναι χαμένο. Σελάχια ηλεκτροφόρα τρελαίνουν τις πυξίδες κι οι σειρήνες τους ναύτες. Οι πιο όμορφες όμως απ’ αυτές κάθε βράδυ με φεγγάρι βγαίνουν και του τραγουδάνε. Έτσι το μανιτάρι μας δεν έχει μόνο τη γεύση της θάλασσας αλλά και τους ήχους και τα τραγούδια της. Κάθε πανσέληνο στήνεται χορός γύρω του. Βγαίνουν τα καβουράκια- στου γιαλού τα βοτσαλάκια – οι γαρίδες, τα σπαράκια, οι γύλοι και τα περκόχανα που βρίσκονται στα ρηχά κοντά του και στήνουν γλέντι γύρω του. Βγαίνει και η μεγάλη γοργόνα, αυτή που το πήρε από τις θαλασσινές σπηλιές και το βγαλε στην αμμουδιά – σε πείσμα αυτών που πιστεύουν ότι μανιτάρια μόνο η στεριά μπορεί να έχει- κι αρχίζει το τραγούδι της. Τραγούδι μακρόσυρτο, αργό, σαν τους ήχους της θάλασσας…. Και σωπαίνουν οι άλλοι γύρω της, οι χάνοι κλείνουν το στόμα τους, τα καβουράκια στέκονται ακίνητα και τα μουρμούρια κρατούν το ίσο. Οι αστερίες το κυκλώνουν κι  αρχίζουν το χορό, αργόσυρτο βαρύ, προσεχτικό, σαν να μη θέλουν να φανούν τα ίχνη τους στην άμμο. Τα κοράλλια στο βυθό στριφογυρίζουν  σαν τους δερβίσηδες σ’ ένα ατέλειωτο στριφογύρισμα γύρω απ’ τον εαυτό τους, χωρίς σκοπό, υπνωτισμένα, χαμένα σ’ αυτά που ονειρεύονται βράδυ- πρωί. Και στο τέλος η γοργόνα αφού έχει χαρεί, γευτεί, μεθύσει αρώματα και ήχους, του δίνει ένα φιλί απαλά, προσεχτικά να μην το ενοχλήσει και φεύγει, αποσύρεται ήσυχα στο βυθό…. Μέχρι την επόμενη πανσέληνο…. Το φεγγάρι έχοντας δει ότι είχε να δει σε στεριά και θάλασσα, ολόγιομο βλέπεις, χορτασμένο δύει κι αρχίζει να μικραίνει μέχρι τον επόμενο χορό. Και το μανιτάρι…. Το μανιτάρι κάθε φορά που το φιλάει η γοργόνα γεμίζει ήχους κι αρώματα της θάλασσας, τη γεύση των φυκιών, την αρμύρα της άμμου και των βράχων που του δίνουν τη σκιά τους, τη σιωπή της παραλίας και τα τραγούδια που λεν τα θαλασσοπούλια που το καλημερίζουν κάθε πρωί. Ήλιος- θάλασσα κι αλμύρα. Κι όλη η παραλία την άλλη μέρα σε μεθάει κι ας υπάρχουν γύρω καβούρια νεκρά απ’ την ολονύχτια ακινησία, χάνοι που ξέχασαν να ανοίξουν το στόμα τους και να πάρουν ανάσα, αστερίες τόσο αργοκίνητοι που τους βρήκε το πρωινό φως και ξεράθηκαν, κοχυλάκια που ξεχάστηκαν απ’ το τραγούδι της γοργόνας και ξέμειναν στη στεριά…. Αυτό είναι το μανιτάρι της άμμου. Σπάνιο και δυσεύρετο. Οι άνθρωποι που το χουν δει και μυρίσει- όχι γευτεί- είναι ελάχιστοι. Κι ακόμα πιο λίγοι αυτοί που έχουν γυρίσει για να το περιγράψουν. Κανείς απ’ αυτούς δεν τόλμησε να το κόψει….".
Κι εδώ η γιαγιά σώπαινε και θαρρείς και το ονειρευόταν. "Και η Λαμπρινή, ποια ήταν η Λαμπρινή, τι της συνέβη γιαγιά;" Και τότε συνερχόταν, μάζευε τα σκουπίδια από το τραπέζι, με κοίταζε θλιμμένα, μάλλον για τη Λαμπρινή κι όχι για μένα, κι έλεγε σα να σκεφτόταν δυνατά. "Η Λαμπρινή ήταν η καλύτερή μου φίλη. Μαζί κοπελίτσες γυρίζαμε στα βουνά και τις αμμουδιές. Μαζί κάναμε σκασιαρχείο και γυρίζαμε στις εξοχές την άνοιξη και στις παραλίες το καλοκαίρι. Ανακαλύπταμε δήθεν ερημικές παραλίες και σπηλιές, μαζεύαμε κοχύλια, φτιάχναμε καλύβες, σκαρώναμε παραμύθια  και γελούσαμε με τη σοβαροφάνεια των μεγάλων. Η Λαμπρινή ήταν η χαρά της ζωής. Αυτή μου ‘μαθε να βλέπω και να ακούω και πίσω απ’ τις ανοησίες των δασκάλων μας. Τα μανιτάρια μια εποχή την είχαν γοητεύσει. Έψαχνε με μανία να τα βρει. Ήξερε και τα επιστημονικά τους ονόματα - δεν τα ‘μαθα ποτέ, όλα μου μοιάζανε αστεία σαν κάτι ονόματα ρωμαίων λεγεωνάριων που είχα διαβάσει στα κόμικς. Μου έμαθε όμως να τα σέβομαι και να τα εκτιμώ, να εκτιμώ ότι φυτρώνει στη γη και ξεβράζει η θάλασσα. Το πρωί που πηγαίναμε κατσούφες και νυσταγμένες στο σχολειό, μύριζε στις γειτονιές τα γιασεμιά και σκουντώντας με έλεγε. Κοίτα βρε τι όμορφα που είναι, μύρισέ τα, δεν πειράζει πεντέξι ώρες είναι, θα περάσουν θα δεις, και τότε ποιος μας πιάνει. Καθόμασταν με τις ώρες στις γειτονιές κι ακούγαμε ιστορίες απ’ τις γριές, για τον τάδε που τον πήραν οι «ανερούσες», αυτόν που του ‘καναν μάγια και παράτησε γυναίκα και παιδιά, ιστορίες για φίλτρα που έκαναν οι μάγισσες  με τα μανιτάρια, ιστορίες για το μανιτάρι της άμμου και τι έπαθαν αυτοί που κίνησαν να το ψάξουν…..
Μια μέρα η Λαμπρινή ήταν παράξενα ήσυχη και προσεχτική στο μάθημα. Την ώρα που  σχολάγαμε μου είπε. Άκουσες σήμερα το δάσκαλο που μιλούσε για έναν ποιητή…. Καββαδία…… ναυτικό….. έψαχνε μια στεριά να τον ζαλίσει….. «χρόνια τώρα ψάχνω μια στεριά να ζαλιστώ» Μάλλον εννοούσε την ακρογιαλιά που βγαίνει το μανιτάρι της άμμου. Γέλασα και δεν της έδωσα σημασία. Είχαμε να καταστρώσουμε και το σχέδιο της επόμενης εξόρμησής μας.
Μια μέρα η Λαμπρινή δεν ήρθε το πρωί να φύγουμε στο σχολειό. Οι δικοί της και όλο το χωριό άρχισε να τη ψάχνει. Βρήκα αργότερα στη τσάντα μου ένα σημείωμα. «Θα ψάξω να βρω το μανιτάρι της άμμου, θα ψάξωγι αυτή  τη στεριά που σε ζαλίζει- όπως έγραψε κι αυτός ο ποιητής, θυμάσαι;» Λαμπρινή.
Δεν την είδαμε ποτέ από τότε. Κάποιες φήμες ακούστηκαν ότι τάχα είχε μπαρκάρει, κάποιες άλλες αργότερα ότι το καράβι ναυάγησε κι όλοι πνίγηκαν…..
Πάντα η Λαμπρινή έψαχνε και «ζούσε»  τα πράγματα  γύρω της πιο έντονα απ’ όλους μας. Και τα μανιτάρια, ένα ταξίδι ήτανε γι αυτήν…. στον κόσμο, στις αισθήσεις… ποιος ξέρει….. Αλλά το μανιτάρι αγόρι μου υπάρχει, άσχετα με το τι λένε οι πιο πολλοί. Υπάρχει εκεί για όποιον τολμά να ξεκινήσει να το βρει, να το πλησιάσει, να γευτεί και τη στεριά και τη θάλασσα, δηλαδή τον κόσμο όλο. Όποιο κι αν είναι το τίμημα, έτσι κι αλλιώς …… πάντα πληρώνεται."

    Να που είχα λοιπόν μια απόδειξη της ιστορίας της γιαγιάς μου. Την είχα ξεχάσει, αλλά η ζωγραφιά μου τη θύμισε ξανά. Πήγαινα κάθε μέρα στο αρχοντικό – όχι τόσο για τις μουσικές και τις εκδηλώσεις του, όσο για να πείσω τον εαυτό μου ότι αυτό που έβλεπα στον πίνακα με το ναυάγιο δεν υπήρχε. Δε συνάντησα ποτέ μου το ζωγράφο, δεν τον ρώτησα και δεν έμαθα ποτέ. Μια μέρα καθώς κατέβαινα και κοίταξα ξανά την αφίσα στην είσοδο και τον τίτλο «το ταξίδι» κατάλαβα. Κατάλαβα γιατί έβλεπα το μανιτάρι στον πίνακα. Όλα ήταν ένα «ταξίδι» σ’ αυτό το κτίριο, παλιό, ερειπωμένο, γεμάτο φαντάσματα από την προηγούμενη ζωή του. Αρχοντικό σπίτι, βιομηχανικό κτίριο κάποτε… ερείπιο τώρα. Σκέφτηκα χορούς, «έρωτες και θανάτους», τους ανθρώπους που έζησαν, δούλεψαν και πέθαναν σ’ αυτό. Σκέφτηκα αυτά που είχα δει στις καλοκαιρινές εκδηλώσεις, «το φάντασμα» που βγήκε στον εξώστη του για την «Άμλετ το Β’», την αυστηρή φωνή της Μπερνάντα Άλμπα να αντηχεί στα δωμάτιά του, τα γέρικα ξεδοντιασμένα πρόσωπα στις φωτογραφίες, της γης τους κολασμένους του Μιχαήλ πάνω σε  σάπιες βάρκες να ψάχνουν πατρίδα να τους δεχτεί…….. Φεύγοντας χαιρέτισα το σιδερένιο δέντρο του Κατσαρού. Δυο καλοκαίρια τώρα στέκει εκεί, ρίζωσε- νομίζω οι πιο πολλοί θα έχουν την εντύπωση ότι  απλώς είναι ένα δέντρο που ξεράθηκε, σαν το ερειπωμένο σπίτι δίπλα του. Θυμήθηκα το άλλο μανιτάρι, αυτό που φυτρώνει στο δάσος με τα σιδερένια δέντρα, κάπου στον Αμαζόνιο, εκεί που ζεί η μύγα που τρώει σίδερο και το κουνούπι ατσάλι….. αλλά αυτό είναι μάλλον ένα από τα παραμύθια της γιαγιάς μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: